- φαρμακοτρίβης
- φαρμακοτρπτης, φαρμακοτρφτης ο провизор
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φαρμακοτρίβης — one who grinds drugs masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρμακοτρίβης — ὁ, Α βλ. φαρμοκοτρίφτης … Dictionary of Greek
φαρμακοτρίβαι — φαρμακοτρίβης one who grinds drugs masc nom/voc pl φαρμακοτρίβᾱͅ , φαρμακοτρίβης one who grinds drugs masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρμακοτριβῶν — φαρμακοτρίβης one who grinds drugs masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρμακοτρίβας — φαρμακοτρίβᾱς , φαρμακοτρίβης one who grinds drugs masc acc pl φαρμακοτρίβᾱς , φαρμακοτρίβης one who grinds drugs masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάρμακο — το / φάρμακον, ΝΜΑ 1. ουσία που χρησιμοποιείται για θεραπευτικούς σκοπούς, για την αποκατάσταση τής φυσιολογικής λειτουργίας τού οργανισμού ή για προφύλαξη από τις νόσους, φαρμακευτικό προϊόν, γιατρικό 2. μτφ. μέσο που χρησιμεύει για την άμβλυνση … Dictionary of Greek
φαρμακοτρίφτης — ο / φαρμακοτρίβης και φαρμακοτρίπτης, ΝΑ νεοελλ. 1. (παλαιότερα) κατώτερος υπάλληλος φαρμακείου που ασχολούνταν με το τρίψιμο τών φαρμακευτικών υλών 2. σκωπτικός χαρακτηρισμός φαρμακοποιού αρχ. δούλος φαρμακοπώλης ο οποίος έτριβε και παρασκεύαζε… … Dictionary of Greek
φαρμακοτριβείο — το, Ν (παλαιότερα) εσωτερικός χώρος φαρμακείου όπου έτριβαν τα χημικά φαρμακευτικά παρασκευάσματα και, γενικά, τις φαρμακευτικές πρώτες ύλες προκειμένου να παρασκευάσουν φάρμακα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαρμακοτρίβης. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην… … Dictionary of Greek